Στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, έγινε το Συμπόσιο για τον Οδυσσέα Ελύτη, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (2-11-1911).
Πρώτος ομιλητής ο Μίκης Θεοδωράκης.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ
Θα σας μιλήσω για τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Ποιητή του «Άξιον Εστί», που ευθύς μόλις το έλαβα με συνεπήρε από την πρώτη στιγμή, με συγκίνησε και με ενέπνευσε δημιουργώντας μέσα μου ένα ποτάμι μουσικής σαν ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την ανυπέρβλητη ομορφιά που μου δώρισε.
Όμως πέρα από την αισθητική ομορφιά, μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω και την ομορφιά της σοφίας και της αλήθειας, που χωρίς αυτά το μήνυμα του Ποιητή μένει μετέωρο. Και πολύ φοβάμαι ότι πολλοί έμειναν στην αισθητική μαγεία των στίχων είτε στα καθαρά ποιητικά τους νοήματα, χωρίς να μπορούν να φτάσουν στον πυρήνα της σκέψης του Έλληνα Ποιητή, που με αγωνία και σοφία πασχίζει να στείλει στους νεοέλληνες μήνυμα και πρόσκληση αυτογνωσίας.
Πονά, ανησυχεί και υποφέρει, γιατί φοβάται -μιας και έχει τη δύναμη να βλέπει στο μέλλον- το αναπόφευκτο που σήμερα το βιώνουμε, χωρίς ακόμα να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους. Γιατί δεν αγάπησε τίποτα περισσότερο από αυτόν τον «Κόσμο τον μικρό τον μέγα». Έναν κόσμο μοναδικό, που πάει πίσω σε βάθος χρόνου, σαν ένα βαθύ ποτάμι που πλαταίνει, στενεύει, κάνει κύκλους, γίνεται υπόγειο, τρώει τα βράχια για να περάσει. Κι αυτός ευλογήθηκε για να γνωρίζει, ίσως μόνο αυτός, γιατί αυτός είναι το ίδιο το ποτάμι και γι' αυτό η μνήμη του φτάνει πίσω στις πηγές του ποταμού και πάει μπροστά, ως εκεί που θα το σταματήσει η κακία των κακών, αν ποτέ καταφέρει να το σταματήσει, αντάμα με την τύφλωση των μίζερων και των αδύνατων...
Σε όλους εμάς απευθύνεται ο Ποιητής, δηλαδή στον δικό του το Λαό, στους Έλληνες, που κάποτε δεν ήσαν εντελώς τυφλοί. Προσπαθώντας να τους πείσει να επιλέξουν το δρόμο που οδηγεί στο φως και όχι αυτόν που έχουν πάρει, για να οδηγηθούν από μόνοι τους στα σκοτάδια του τέλους.
Όμως στις εποχές των βατράχων, ένα αηδόνι είναι καταδικασμένο σε σιωπή, ακόμα και όταν το τιμούν με λόγια παχειά και λαμπερά βραβεία.
Και πώς να μη σκεφτώ έτσι, όταν βλέπω πως ο Ελύτης με το «Άξιον Εστί» είπε και κληροδότησε στον Λαό μας τόσο μεγάλες και σημαντικές αλήθειες, που μας φτάνουν για να δούμε ποιοι αληθινά είμαστε, γιατί και πώς βρεθήκαμε εδώ που είμαστε σήμερα και με ποια όπλα θα μπορέσουμε να σταθούμε όρθιοι, κύριοι της ζωής και της Μοίρας μας και όχι όπως μας κατάντησαν παίγνια του ανέμου των Άλλων...
Γράφει ο Ελύτης στη Γένεση: «Ποιας φυλής ανύπαρκτης ο γόνος νάμουν.
Τότε μόνο εννόησα που η σκέψη των Άλλων διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθού ως πέρα με χαράζει».
Για το ποιοι είναι οι Άλλοι, για να μη μας μείνει καμμιά αμφιβολία, ακούστε τα δικά του τα λόγια:
«Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι -και δε γίνεται αυτοί χωρίς Εσένα- και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ - Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις - η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη νάναι - και να μείνει αυτή - Επειδή πολλοί φορούν μελανό πουκάμισο - και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων - και είναι οι Ωμοφάγοι και οι άξεστοι του Νερού - οι Σιτόφοβοι
και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες - ορμαθός και αριθμός των άκρων του Σταυρού - της Τετρακτύδος - Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε, - η ζωή σου θα αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε - ο καθείς και τα όπλα του, είπε - και αυτός αλήθεια που ήμουνα - Ο πολλούς αιώνες πριν - ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά, ο άκοπος απ' τον ουρανό - Πέρασε μέσα μου Έγινε - αυτός που είμαι».
Φως φανερό για το ποιοι είναι οι Άλλοι, που εσύ πρέπει να κρατήσεις και να τους αντικρίσεις, γιατί τότε θα είσαι άξιος να οδηγήσεις. Και μάθε, «ο καθείς και τα όπλα του, είπε», «Ο πολλούς αιώνες πριν (από την αμμουδιά του Ομήρου) ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά».
Δίκαια λοιπόν χαρακτήρισα το «Άξιον Εστί» σαν τη Βίβλο του Ελληνικού Λαού και δίκαια το θεωρώ σαν ένα επαναστατικό, ίσως το πιο επαναστατικό από όσα έργα έχουν ως τώρα γραφτεί. Αν θεωρούμε βεβαίως την Αποκάλυψη σαν την πιο επαναστατική πράξη στη Ζωή. Όμως προσοχή. Γιατί δεν ξέρω τι ακριβώς μας κρύβει πίσω από τη φράση «Ο καθείς και τα όπλα του». Τάχατες λουλούδια ή φοβέρες και αίματα; Ή και τα δύο;
Συχνά όταν συνεργαζόμασταν, τρώγαμε το μεσημέρι στου Φλόκα. Τότε που τον έπαιρνα από τη Σκουφά και μου 'λεγε πόσο του άρεσε να μαγειρεύει κι εγώ τον ρωτούσα, γιατί είχα ένα σωρό απορίες. Κι εκείνος ήταν αληθινή Σφίγγα και η μόνη του απάντηση ήταν το αινιγματικό του χαμόγελο.
- Πού την βρήκες, αλήθεια, εσύ, ένας αστός, την τόση επαναστατικότητα; Πώς, αλήθεια, συνέλαβες και μας έδωσες ποιητικά, δηλαδή καίρια, το νόημα του «πρέπει» των Ελλήνων απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους; Για να είσαι άξιος να οδηγήσεις, μας λες, πρέπει να κρατήσεις και να τους αντικρίσεις. Και αμέσως προσθέτεις το φοβερό «ο καθείς και τα όπλα του, είπε».
Και παρακάτω «τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα».
Κι εσύ δεν απαντούσες. Έβλεπες μακριά. Το σήμερα, ίσως. Και έλεγες μέσα σου «Δεν μπορώ, η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε και τα μάτια μαυρίζουν - Δεν αντέχω - και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα - Σελτζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν - Χάχανοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν - Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι και ερεβομανείς - κοπροκρατούν το μέλλον - Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί - όπου και να θολώνει ο νους σας - μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Επιτρέψτε μου να κάνω στο σημείο αυτό μια παρένθεση σχετικά με το «Προφητικόν». Στις αρχές του 1967 έχοντας πια στη διάθεσή μου (ως Πρόεδρος του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Πειραιά) μια δική μου συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και λαϊκή ορχήστρα, άρχισα να παρουσιάζω το «Άξιον Εστί» με Κατράκη, Μπιθικώτση και Δημήτριεφ κάθε βδομάδα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς και στο Θέατρο Κεντρικόν. Περιττό να πω, ότι τα εισιτήρια έφευγαν μέσα σε μια ώρα από τη στιγμή που άνοιγε το ταμείο. Εγώ συνήθιζα να κάθομαι αντικριστά στο κοινό την ώρα που διάβαζε τα κείμενα ο Κατράκης. Στο μεταξύ τα μαύρα σύννεφα της επερχόμενης δικτατορίας σκέπαζαν όλο και πιο πολύ τον ορίζοντα. Έτσι το κοινό αυθόρμητα άρχισε να με βλέπει σαν ένα μελλοντικό κρατούμενο, όπως και έγινα. Γι' αυτό στη φράση «Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα ...», με κοίταζαν όλοι καλά-καλά και μερικοί μάλιστα με έδειχναν και με το δάχτυλο! Κι εγώ καθώς τους κοιτούσα, ήταν σαν να τους δείχνω τον εαυτό μου και να τους ρωτώ «Με βλέπετε σαν κρατούμενο;» κι αυτοί μου απαντούσαν «Ναι».
Τι μπορεί όμως να πει κανείς σήμερα, ύστερα από μισό περίπου αιώνα για τους στίχους όπως «την Αμαρτία που την είπανε Αρετή», «των αρχαίων κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Κτίσις θα φρίξει», «τα Έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο», «τους Εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας τα κέρδη των δικών τους πτωμάτων», «για τη μέρα που το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς», «για τους πολέμους όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης», «το Νικητή που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων», για «τους νέους που θα στενάξουν και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει», για «τα εργοστάσια που όλα θα αδειάσουν», για τα «χρόνια χλωμά και αδύναμα» που θα ρθούνε «μέσα στη Γάζα», για τα «πράματα που θα 'ναι μέσα μας ωραία ερείπια».
Κι αφού όλα αυτά βγήκαν αληθινά, αφού τα ζήσαμε και τα ζούμε σήμερα όσο ποτέ άλλοτε στο πετσί μας, γιατί να μην είναι εξ ίσου αληθινά και τα άλλα, τα αισιόδοξα, που προφήτεψε ο Ποιητής όπως το «Βλέπω ψηλά στους αιθέρες το Ερέχθειο των πουλιών» ή «την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων» ή «την καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του Ανθρώπου» ή «τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές αυτοκρατόρων και στρατηγών» ή «τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών» ή τέλος το «Τότε μη έχοντας άλλη εξορία πού να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει (...) Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων» ;
Όπως διαπιστώνουμε, όλα ήταν και είναι καθαρά στο μυαλό του Ποιητή και όλα όσα μέλλει να γίνουν είναι ξεκάθαρα και ευλογημένοι όσοι αξιώνονται ν' ακούσουν τη φωνή του Ποιητή βοηθώντας όσο μπορούνε να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
- Δηλαδή, τον ρωτούσα τότε, πριν από μισό αιώνα, μας καλείς να ακολουθήσουμε το δρόμο σου;
- Ό,τι ήταν να πω, το είπα.
- Ο καθείς και τα όπλα του;
- Ακριβώς!
Δεν μπορούσα, δεν μου επέτρεπε να πάω παραπέρα, όμως η έκφρασή του άλλαζε και μου μιλούσε χωρίς λόγια. Και είχε δίκιο, γιατί είχε κάνει με το παραπάνω το χρέος του απέναντί μας. Σε μας κυρίως που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα μ' αυτόν και περπατήσαμε στις ίδιες αμμουδιές. Στο κάτω-κάτω ήταν περίεργος να δει αν οι Έλληνες θα κατανοούσαν τη μεγάλη του προσφορά. Αργότερα, μετά το Νόμπελ, πώς ένοιωθε άραγε όταν διαπίστωνε ότι ο πυρήνας της ποίησής του παρέμενε ουσιαστικά άγνωστος; Όπως εξακολουθεί να είναι έως σήμερα;
Ή -ακόμα χειρότερα- μερικοί τον γνωρίζουν αλλά δεν τολμούν;
Γιατί ο Ελύτης δεν ήταν όπως ήθελε να δείχνει, απόμακρος και ακόμα χειρότερα αδιάφορος. Ο αληθινός Ελύτης ήταν αυτός που μου έλεγε και που μου έγραφε, ότι το «Άξιον Εστί» θα πρέπει να το αντιμετωπίσω σαν μια Λαϊκή-Ποιητική Λειτουργία που να την πάμε παντού, σε αρχαία θέατρα και ανοιχτούς χώρους, για να το ακούσει όλος ο Λαός. Και γι' αυτό με συμβούλευε να φέρω όσο γίνεται πιο κοντά το λαϊκό με το συμφωνικό στοιχείο, δηλαδή Λαϊκό με το Έντεχνο, ώστε να γίνουν ένα. Κι απ' αυτό το πάντρεμα προέκυψε μια νέα μουσική φόρμα, που την ονόμασα «μετασυμφωνική» μουσική.
Δεν είμαι εγώ που θα μιλήσω για την απήχηση του έργου αυτού ειδικά στο Λαό μας, με την ιδιότητα του συνθέτη. Θα μιλήσω μόνο ως πολίτης, που εκτιμώ και πιστεύω σε κείνη τη ρίζα του Λαού μας που έμεινε «χλωρή μέσα στη φωτιά» και γι' αυτό είναι ίσως ο μόνος που κατενόησε την κοινωνική και εθνική σημασία του εγχειρήματος. Κοινωνική, από την άποψη ότι η ισχυρότερη και βαθύτερη ταξική αντίθεση έχει πολιτισμικό χαρακτήρα. Και Εθνική, γιατί η συνύπαρξη ποίησης και μουσικής αποδεικνύει τη συνέχεια μέσα από τους αιώνες της ελληνικής άποψης για την ουσία της μουσικής, που την θεωρούσαν σαν μια αξεδιάλυτη ενότητα Λόγου και Μέλους.
Με το «Άξιον Εστί» κυρίως δωρίσαμε στον Λαό μας την μεγάλη ποίηση, αυτό δηλαδή που του έλειπε, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την αξία της ποίησης στα δημοτικά μας τραγούδια με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Ελλήνων.
Ως πολιτικός πίστευα στην ταύτιση της πολιτικής με την πολιτιστική αλλαγή και απέδειξα στην πράξη με το Κίνημα των Λαμπράκηδων την ορθότητα αυτής της άποψης ανεβάζοντας τον αριθμό των μελών της αριστερής νεολαίας από δύο χιλιάδες σε τριακόσιες χιλιάδες μέσα σε έξι μήνες. Με ποιο βασικό όπλο; Το «Άξιον Εστί»!
Θα σας διηγηθώ μια απίστευτη ιστορία που επιβεβαιώνει τα όσα σας λέω. Στα 1964 βρισκόμουν στις Σέρρες, για να δώσω μια συναυλία. Η αίθουσα έτυχε να είναι απέναντι από ένα δισκοπωλείο, μπροστά στο οποίο είχε σχηματισθεί μια μικρή σειρά ανθρώπων που περίμεναν να αγοράσουν κάποιο δίσκο. Μου έκανε εντύπωση το πλήθος των ανθρώπων αλλά πιο πολύ το ότι στην ουρά στεκόταν κι ένας αγωγιάτης με το μουλάρι του. Πλησίασα και τον ρώτησα «Πατριώτη, τι πουλάνε σ' αυτό το μαγαζί;» Αυτός με κοίταξε καχύποπτα νομίζοντας ότι είμαι αστυνομικός. Κάποιος άλλος που με γνώριζε, του λέει «Απάντησέ του, είναι καλό παιδί...». Τότε ο αγωγιάτης μου λέει «Να! Μάθαμε στο χωριό ότι ήρθε το 'Άξιον Εστί και με στείλανε να το αγοράσω...».
Δυστυχώς για τη δική μας επανάσταση φυτών και λουλουδιών και πάνω στην ανθοφορία του κοινού μας έργου, ενέσκηψε η Χούντα κι αμέσως μετά άρχισε η συστηματική αποδόμηση της ελληνικότητας σε όλες της τις μορφές. Ιστορία, πολιτισμός, ποίηση, μουσική, τραγούδι. Δηλαδή όλα τα στοιχεία που στηρίζουν ένα Λαό σαν τον δικό μας, που μαζί με το ήθος και τις παραδόσεις του κατάφερε να σταθεί ως σήμερα όρθιος και χλωρός μέσα στη φωτιά του χρόνου, που δυστυχώς δεν ήταν και δεν είναι καλός μαζί μας.
Και επειδή με τη λέξη «εθνομηδενισμός» πολύ λίγα μπορεί να καταλάβει κανείς, αποφάσισα να σας παρουσιάσω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του κ. Άκη Γαβριηλίδη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις FUTURA με τον τίτλο «Η αθεράπευτη νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος», για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Η σημασία του βιβλίου αυτού έγκειται προ παντός στο γεγονός ότι οι προσωπικές απόψεις του συντάκτη τους απηχούν ευρύτερες απόψεις που έχουν την στήριξη ισχυρότατων κύκλων που έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, όπως επίσης μιας μερίδας του λεγόμενου «προοδευτικού» χώρου και τέλος του ίδιου του κράτους μέσω κυβερνητικών παραγόντων που κατέχουν καίριες σχέσεις σε σχέση με την Παιδεία και τον Πολιτισμό.
Πριν φτάσω στις απόψεις του κ. Γαβριηλίδη για το «Άξιον Εστί», ας μου επιτραπεί να παραθέσω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς κρίνει ένας διακεκριμένος εθνομηδενιστής την περίπτωση λ.χ. του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη:
«Ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνον αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια "εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια". Αυτή η "επικράτεια" δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Πελοπόννησο: από την άνοιξη του 1821 οι ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων Ελλήνων αρχίζουν κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων».
«Άρα η σφαγή της Τρίπολης δεν ήταν κυρίως ένα "ξέσπασμα" μίσους ή εκδίκησης. Αυτό που επιβάλλει να τη χαρακτηρίσουμε εθνοκάθαρση δεν είναι ένα κριτήριο ποσοτικό (ο αριθμός των θυμάτων) ή ηθικολογικό (η αγριότητα της σφαγής), αλλά το γεγονός ότι η σφαγή αυτή υπάκουε σε έναν στρατηγικό σχεδιασμό.
(...) Εξ ου και γοήτευσε τον μετέπειτα εθνικό ποιητή του εν λόγω κράτους, ο οποίος, στον 'Ύμνο εις την Ελευθερίαν", εξύμνησε, με λεξιλόγιο αντάξιο χολλυγουντιανού σπλάτερ και με μία ολοφάνερη, σχεδόν κανιβαλική, απόλαυση, τους διαμελισμούς γυναικών και παιδιών, τα ποτάμια αίμα, τα "κομμένα/χέρια, πόδια, κεφαλές/ και παλάσκες και σπαθία/ με ολοσκόρπιστα μυαλά,/ και με ολόσχιστα κρανία/ σωθικά λαχταριστά" (!) και λοιπά κατορθώματα των founding fathers του έθνους-λαού (του)».
Όπως βλέπετε, με αφορμή τον Κολοκοτρώνη, τα λέει κι ένα χεράκι στον άλλο υπεύθυνο του «ριζοσπαστικού πατριωτισμού», τον Διονύσιο Σολωμό.
Όμως για να συγκροτηθεί το ελληνικό κράτος, δεν αρκούσε η σφαγή των Τούρκων αλλά θα έπρεπε να εξαφανιστούν και οι νεκροί Εβραίοι.
«Αυτό το μοναδικό φαινόμενο, λοιπόν, η εξαφάνιση των νεκρών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, είχε την ίδια κρισιμότητα για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους όπως και η εξαφάνιση των (μέχρι τότε) ζώντων Εβραίων, και των αμάχων Τούρκων, κατά την κατάληψη της Τριπολιτσάς το 1821».
Δεν έχει για τον διανοητή μας σημασία εάν η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου προϋπάρχει του «Άξιον Εστί». Αυτός επιμένει ότι η «Αυλή των προβάτων» υπήρξε η αιτία λόγω της οποίας εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70 φαινόμενα ενός «διαφοριστικού ρατσισμού» όπως αποκαλεί τις μιμήσεις στο χώρο της «χαμηλής κουλτούρας», με τον γενικό τίτλο «Η Ρωμιοσύνη ποτέ δεν πεθαίνει».
«Καταρχάς η αισθητική του τρίπτυχου «έθνος-χώμα-πολιτισμός» που λάνσαρε καλλιτεχνικά ο Ελύτης με το Άξιον Εστί βρήκε μεγάλη απήχηση -και αμέτρητους μιμητές- στο χώρο της αριστεράς. Πρόθυος εκφραστής της τάσης αυτής στο ποιητικό επίπεδο -και εν συνεχεία στο τραγουδιστικό, εφόσον, πολύ φυσικά, τον μελοποίησε και αυτόν ο Θεοδωράκης- υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος.
Το γνωστότερο προϊόν που προέκυψε από αυτή τη συνεργασία ήταν η συλλογή -και εν συνεχεία δίσκος- με τον, πολύ χαρακτηριστικό εξάλλου, τίτλο Ρωμιοσύνη, όπου απαντάται η ίδια πληθωρική αναφορά στο στοιχείο της γης, του τοπίου.
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του.
(...) Είναι φανερό ότι το στοιχείο του χώματος ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία στους εθνικιστές. Πού οφείλεται αυτή η γοητεία; Ένας ακόμα στίχος από τη Ρωμιοσύνη μπορεί να μας υποδείξει ένα δρόμο για την απάντηση:
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει αλάτι.
Με βάση όσα έχουμε πει για την κεντρική θέση των «νεκρών του έθνους» στο πατριωτικό φαντασιακό, αυτή η επίμονη «εδαφικότητα» είναι ευεξήγητη: το χώμα είναι, φυσικά, το μέρος όπου βρίσκονται οι νεκροί. Γι' αυτό και είναι ιερό, όσο και τα οστά των νεκρών αυτών, και ορίζουν το έδαφος που «μας ανήκει».
«Αυτή λοιπόν την ιερότητα, τη σύνδεση με τους νεκρούς και τη συνακόλουθη αξίωση κυριαρχίας επί του χώματος, τις εκφράζει παραδειγματικά και συμπυκνωμένα ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα άλλο απόσπασμα, το πιο γνωστό, από τη Ρωμιοσύνη:
σώπα, όπου να ΄ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί -
περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει».
«Μήπως λοιπόν αυτός ο "κτητικός κοινοτισμός" δεν είναι τόσο μακριά από το μοτίβο του ελληνικού τοπίου/χώματος που αποβάλλει τον ξένο εισβολέα, όπως το βρίσκουμε στον Ελύτη (Α.Ε.: «Ήρθαν / ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου / το παμπάλαιο χώμα πατώντας. / Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους») ή στο Ρίτσο («Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα»);
«Το κυριότερο όμως για την περίπτωση του Ρίτσου είναι ότι το εθνικιστικό μοτίβο όχι μόνο δεν υποχωρεί αργότερα, όταν εξέλιπαν αυτοί οι λόγοι, αλλά αντιθέτως γίνεται ακόμα πιο έντονο. Το μοτίβο αυτό κυριαρχεί πλήρως π.χ. στα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (χαρακτηριστικός κι εδώ ο τίτλος), μια συλλογή που γράφεται και μελοποιείται τη δεκαετία του ΄70, επί χούντας - δηλαδή σε μια περίοδο όπου οι καταπιεστές ήταν Έλληνες, και μάλιστα οι σημαιοφόροι της εθνικοφροσύνης. Τότε ήταν που οι Ρίτσος - Θεοδωράκης συνέθεσαν το μεγαλύτερο ίσως σουξέ τους, αυτό που λέει:
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις, - εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο
να ΄τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Εδώ διατρανώνεται η πίστη στην αθανασία του έθνους (ή στην ανάσταση-παλιγγενεσία του, όπως συνέβαινε και στη Ρωμιοσύνη), η οποία είναι το αναγκαίο αντιστάθμισμα και η παρηγορία για τη θανατολαγνεία της εθνικής ιδέας: το έθνος, ως κοσμική θρησκεία, ναι μεν βασίζεται σε όσους έχουν θυσιαστεί γι' αυτό, και δικαιούται να απαιτεί και άλλες θυσίες από τους ζώντες, αλλά το ίδιο είναι αιώνιο και άφθαρτο. Ένα είδος βαμπίρ, δηλαδή, που δεν πεθαίνει ποτέ και ρουφάει το αίμα των ζωντανών.
Μας φαίνεται σχεδόν απίστευτο σήμερα ότι στίχοι όπως οι παραπάνω θεωρήθηκαν ως το απαύγασμα της αριστερής στρατευμένης τέχνης και τραγουδήθηκαν σε φεστιβάλ νεολαιών και σε στάδια κατάμεστα από κόκκινες σημαίες που ανεμίζανε. με τη χρονική απόσταση που έχει μεσολαβήσει, είναι δύσκολο σήμερα να αντιληφθούμε τι διαφέρει το παραπάνω τετράστιχο από εκείνο που λέει:
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά.
Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς τη δόξα τραβά.».
«Μετά τον μεταπολιτευτικό συμβιβασμό του 1974, τη νομιμοποίηση του ΚΚ και εν συνεχεία την "αναγνώριση της εθνικής αντίστασης", ο δρόμος που είχαν ανοίξει στο καλλιτεχνικό επίπεδο οι Ελύτης-Ρίτσος-Θεοδωράκης έγινε επίσημη κρατική πολιτική και ιδεολογία. Οι τέως ληστοσυμμορίτες αναγνωρίστηκαν ως λίγο-πολύ κανονικά μέλη της κοινωνίας, πάντοτε με την αιτιολογία ότι αγωνίστηκαν υπέρ της ελευθερίας του έθνους».
Στη συνέχεια θέτει το ερώτημα «Υπάρχουν ελληνικές κοκκάλες;»
«Όπως είδαμε, ο Σβορώνος ισχυρίζεται ότι δεν "αναφέρεται στη ζωολογία" για να θεμιελιώσει την τάση του ελληνισμού να "μένει αυτό που είναι". Υπήρξαν όμως άλλοι που το έκαναν. Και μάλιστα επιφανείς υπηρέτες του αριστερού πατριωτισμού-μοντερνισμού την περίοδο της καλλιτεχνικής τους ωριμότητας.
Πράγματι, μια από τις πιο αποκρουστικές βιολογικές θεμελιώσεις του αντιστασιακού χαρακτήρα του ελληνισμού την οφείλουμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, στον Γιάννη Ρίτσο».
«Η νεκρόφιλη τελετουργία του "ευνουχισμένου θανάτου" και η εμμονή σε αποκρουστικές λεπτομέρειες θα κορυφωθεί στο νεκροτομείο, όπου ο πατέρας του ήρωα, "σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ' τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες του"».
(...)"Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ' τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ' το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου".
Παίρνοντας λοιπόν κατά γράμμα τη φράση του Σολωμού για τα "ιερά κόκκαλα των Ελλήνων", ο Ρίτσος διακκηρύσσει ανερυθρίαστα, και μάλιστα με υπερηφάνεια, ότι οι Έλληνες έχουν διαφορετικού τύπου σκελετούς από τους υπολοίπους λαούς, σε βαθμό που αυτή η διαφορά να επιτρέπει την δια γυμνού οφθαλμού εξακρίβωση των στοιχείων τους, δίκην εξέτασης DNA, σε περίπτωση που απανθρακωθούν.
(...) Με άλλα λόγια, τα οστά εκπληρώνουν εδώ την ίδια διττή λειτουργία της συγχώνευσης μιας ιδιαιτερότητας με μια καθολικότητα: εξατομικεύουν, αλλά ταυτόχρονα, και με αυτό τον τρόπο, εντάσσουν σε μία γενική κατηγορία (των Ελλήνων ηρωικών νεκρών)».
Και περνώ σε ορισμένα αποσπάσματα από όσα γράφει ο Άκης Γαβριηλίδης για το «Άξιον Εστί» και όχι μόνο:
«Θέλει νεκροί χιλιάδες...»
Έχει από καιρό παρατηρηθεί ότι η κουλτούρα του εθνικισμού βασίζεται στα θλιβερά ή αρνητικά πάθη. (...) κανένα άλλο σημαίνον δεν εκφράζει καλύτερα την κουλτούρα του εθνικισμού από τα κενοτάφια και τα μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη.
(...) Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε ότι αυτή η «λατρεία των πεσόντων» αποτυπώνεται και στον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, όπου η ελευθερία θεωρείται βγαλμένη από τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων. Επίσης σε ένα έργο το οποίο ήδη αναφέραμε -και θα αναφέρουμε εκτενέστερα στη συνέχεια-, το Άξιον Εστί, υπάρχει ο γνωστός αιμοδιψής στίχος «θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους» (...)
(...) Το μανιακό σύμπλεγμα
Κατά δεύτερο λόγο, ένα πάγιο συστατικό, ένα πολύ παλαιό στρώμα στον λεκτικό σχηματισμό του ελληνικού εθνικισμού υπήρξε μια «μανία καταδίωξης»: η πεποίθηση, εδραιωμένη ήδη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ότι η φτωχή Ελλάδα υφίσταται διακρίσεις και ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» συνεχώς συνωμοτούν για να βλάψουν τα συμφέροντά της ή τα «εθνικά της δίκαια».
(...) Μεταπολεμικά, η πιο φιλόδοξη αισθητική κωδικοποίηση αυτού του μανιακού συμπλέγματος είναι αναμφίβολα το ποίημα Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Αυτό δηλώνεται σαφώς από την αρχή, ή μάλλον ήδη πριν την αρχή του ποιήματος, με ένα χωρίο από την Αγία Γραφή που παρατίθεται ως προμετωπίδα:
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ΄
Με το χωρίο αυτό εισάγονται διαμιάς και συμπυκνωμένα τρία θέματα: το στοιχείο της απειλής και της δίωξης, η βεβαιότητα για την «ανθεκτικότητα» του διωκομένου, αλλά και ένα πνεύμα ιερότητας.
Αν εξετάσουμε και το περιεχόμενο του ποιήματος, βρίσκουμε σε αυτό ακόμα περισσότερες εκφράσεις που απορρέουν από το βασικό αυτό εθνικιστικό σύμπλεγμα, διατυπωμένο βέβαια με άκρα αισθητικοποίηση και εξιδανίκευση. Τα συστατικά αυτά είναι τα εξής: ο περιούσιος λαός, η προαιώνια γη της επαγγελίας του, οι δοκιμασίες και οι απειλές εκ μέρους των εχθρών του περιούσιου λαού, και ο τελικός του θρίαμβος και αποθέωση σε ηθικό-αισθητικό επίπεδο.
Ένα νέο στοιχείο που απαντά εδώ είναι ο ειδικός ρόλος του ποιητή. Μέσα απ' αυτόν, η συλλογική μεγαλομανία διαμεσολαβείται από μια προσωπική. Ο ποιητής είναι αυτός που διατηρεί για τον εαυτό του το ρόλο του προφήτη, του συνδέσμου ανάμεσα στην ιερή κοινότητα και το θείο. Εν τέλει, ο ποιητής-προφήτης θεώνεται και αυτός μέσω της τελικής αποθέωσης του έθνους, εφόσον ούτως ή άλλως η ύπαρξή του ταυτιζόταν εξαρχής με την ύπαρξη του έθνους. Όχι όμως μόνο του έθνους, παρά και του κόσμου συνολικά, της δημιουργίας - και, οριακά, του ίδιου του θεού.
Αυτή η ταύτιση με το θεό, η έσχατη έκφραση κάθε μεγαλομανίας, ευνοείται από το γεγονός ότι πρόκειται για δύο «συναδέλφους» - και ο ποιητής ο ίδιος είναι ένας «δημιουργός» προικισμένος με την ικανότητα της γένεσης. Ο θεός είναι ο πλάστης, ο αρχιτέκτονας (πρωτομάστορας) του τοπίου, αλλά και ο ποιητής είναι γλωσσο-πλάστης, ο μάστορας της προαιώνιας γλώσσας -που «του έδωσαν ελληνική». Άρα ο ρόλος του είναι κομβικός, έχει ένα προνόμιο στο εσωτερικό του ήδη προνομιούχου λαού -είναι τρόπον τινά η πρωτοπορία του, εφόσον η τρισχιλιετής αυτή γλώσσα είναι,
μαζί με το τοπίο, τα δύο βασικά στοιχεία που συγκροτούν την ενότητα του εκλεκτού λαού. Χάρη σε αυτά μπορεί να ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό του και να εκπληρώνει τη θεία αποστολή του.
Εξάλλου η αποστολή του εκλεκτού αυτού λαού είναι να δίνει τα φώτα στην ανθρωπότητα. Ήδη λοιπόν η υποτιθέμενη υπεροχή του ελληνισμού σε σχέση με τα άλλα έθνη συνίσταται στο ότι γέννησε τον πολιτισμό.
(...) Όλα αυτά ενισχύουν τη σημαίνουσα θέση που προσλαμβάνει η γλώσσα στο εσωτερικό της ελληνικής μεγαλομανίας. Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν είναι περίεργο που ο ποιητής ακολουθεί το σχήμα «ένας είναι ο θεός, ένας είναι ο περιούσιος λαός, και προφήτης αυτού εγώ».
Ο θεός, η γυναίκα του, ο ποιητής και ο πρωτομάστορας
Στα πλαίσια αυτής της μεγαλομανίας, ο Ελύτης όχι μόνο επιλέγει για τίτλο του πρώτου μέρους του βιβλίου του τη λέξη «Γένεσις» -όπως και στην Παλαιά Διαθήκη-, αλλά και σε αυτή τη Γένεση περιγράφει παράλληλα τη δημιουργία του κόσμου όσο και του εαυτού του ως ποιητή. Εξίσου σωστή θα ήταν και η αντίστροφη διατύπωση: σε αυτό το πρώτο μέρος, παρακολουθούμε πώς ο Ελύτης, ως ποιητής, «ποιείται» αλλά και ποιεί ο ίδιος τον εαυτό του και τον κόσμο ως ελληνικό κόσμο. Πρβλ. τους στίχους «Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων / και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός / ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!». Εδώ αποτυπώνεται μια ανδρόγυνη φαντασίωση, η φαντασίωση μιας εγκυμοσύνης μέσα από την οποία ο ποιητής φέρνει στον κόσμο ... τον κόσμο, και έτσι γίνεται ο φορέας του θείου σχεδίου.
Έκφραση αυτής της ανδρόγυνης φαντασίωσης είναι και ο περίφημος στίχος «Θεέ μου πρωτομάστορα / μ' έχτισες μέσα στα βουνά»: φιλολογικό του προηγούμενου είναι ο γνωστός θρύλος όλων των λαών των Βαλκανίων, και ειδικότερα η ελληνική εκδοχή του που έχει αποτυπωθεί στο παραδοσιακό τραγούδι για το «γιοφύρι της Άρτας», σύμφωνα με τον οποίο χρειάστηκε μια ανθρωποθυσία για να στεριώσει ένα κτίσμα και ο πρωτομάστορας αναγκάστηκε να εντοιχίσει μέσα σ' αυτό τη γυναίκα του. Κατ' ανάλογο τρόπο, ο ποιητής μιλάει εδώ από τη θέση της συζύγου του θεού που, μέσω της θυσίας της, συνέβαλε στο θείο έργο, και ειδικότερα στη δημιουργία της ελληνικής γης και θάλασσας. Σε αυτή την αδιαφοροποίητη ζώνη και την εναλλαγή των ρόλων ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό (αλλά και ανάμεσα στα φύλα), δυνάμει της οποίας η γλώσσα εμφανίζεται ως άκτιστη, αιώνια, το δε τοπίο αντίστροφα ως δομημένο, ως μια κατασκευή, ο ποιητής-μητέρα παίζει κρίσιμο ρόλο, καθότι συμβάλλει τόσο στη διατήρηση της (μητρικής) γλώσσας όσο και στη γένεση της γης της επαγγελίας.
Σε αυτή την ιδιόμορφη εκδοχή «οικογενειακού μυθιστορήματος» που εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο «εθνικού μυθιστορήματος», αξίζει να προσέξουμε πόσο η εκλογή του περιούσιου λαού (ή /και του προφήτη του) προς τη δόξα και το μεγαλείο είναι την ίδια στιγμή και εκλογή προς δίωξη, προς θυσία.
(...) Φιλολογικό πρότυπο της ανάπτυξης αυτής, πέρα φυσικά από την Καινή Διαθήκη, είναι ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου.
(...) Μεταξύ της αρχαίας τραγωδίας και του νέου ποιήματος, όμως, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά.
(...) Ο Προμηθέας είναι ο Τιτάνας που έχει κλέψει τη φωτιά από τους θεούς για να τη δώσει στους ανθρώπους. Την πράξη του αυτή την παραδέχεται και αναλαμβάνει την ευθύνη της.
(...) Αντιθέτως ο ποιητής/λαός που πρωταγωνιστεί στο Α.Ε., είναι κάποιος ο οποίος δεν φέρει καμιά ευθύνη: καθόταν στον προαιώνιο τόπο του (που βεβαίως του ανήκε ανέκαθεν αποκλειστικά, θείω δικαίω, δεν τον απέκτησε ποτέ μέσα στην Ιστορία), και είχε «μονάχη έγνοια τη γλώσσα του», οπότε ξαφνικά εισέβαλαν απρόσκλητοι και απρόκλητοι οι ξένοι με απειλητικές διαθέσεις.
Από μία άποψη, ο Ελύτης στο συνθετικό αυτό ποίημα κωδικοποιεί κάποιες προπολεμικές κατευθύνσεις και κατακτήσεις της καλλιτεχνικής ομάδας που αποκλήθηκε «γενιά του ΄30». Ήδη από αυτήν είχαν τεθεί ως στόχοι ενός αισθητικού/ιδεολογικού προγράμματος τρία στοιχεία:
Η ανάδειξη της ενότητας, της καθαρότητας και της τρισχιλιετούς πολιτισμικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Και ειδικότερα, η αναζήτηση τεκμηρίων αυτής της συνέχειας στη γλώσσα, τα έθιμα και τα καλλιτεχνικά προϊόντα του «απλού λαού», τα οποία θεωρήθηκαν ως άμεσες επιβιώσεις του αρχαίου ή/και βυζαντινού πνεύματος, αμόλυντες από την επιτήδευση και την ξενομανία της διανοητικής και πολιτικο-διοικητικής ελίτ. (Στην οποία πάντως ανήκαν πλήρως τα μέλη της γενιάς του ΄30).
Αυτό το μυθικό υποκείμενο λοιπόν, ο «λαός», που είχε εισέλθει στη σχετική συζήτηση με αξιώσεις επιστημονικότητας ήδη από το 19ο αιώνα, συνέχισε τη λαμπρή καριέρα του και αναγορεύτηκε από τη γενιά του ΄30 σε γνήσιο θεματοφύλακα της ελληνικότητας η οποία ανθίσταται στις ξένες επιρροές. Στο ήδη διαθέσιμο σχήμα του Νικολάου Πολίτη και του Παπαρρηγόπουλου, επιχειρήθηκε τώρα να ενταχθούν συστηματικά νέα στοιχεία που προέκυπταν από το φολκλόρ (ο στρατηγός Μακρυγιάννης χάρη στην επαναξιολόγησή του από τον Θεοτοκά και τον Σεφέρη, ο ζωγράφος Θεόφιλος χάρη στην ανάδειξή του από τον ίδιο τον Ελύτη κ.ά.). Επίσης, στο σχήμα αυτό επιχειρήθηκε να διευθετηθούν τα στοιχεία που προέκυπταν από την έλευση των Ρωμιών της Μικράς Ασίας στο ελληνικό κράτος και τη βαθμιαία ένταξή τους στον εθνικό κορμό. Αυτό συνάντησε αρκετές αντιστάσεις, π.χ. το ρεμπέτικο χρειάστηκε μια μακρά περίοδο δοκιμασίας και κάθαρσης μέχρι να ταξινομηθεί και αυτό στον κανόνα της αμόλυντης ελληνικότητας.
Εκτός όμως από την κουλτούρα, ή σε συνδυασμό με αυτήν, και η φύση εξυμνήθηκε ως ιδιαζόντως ελληνική και της αποδόθηκε κάποια μυστική και αποκλειστική σύνδεση με την ουσία του ελληνισμού. Εξ ου η εξύμνηση του τοπίου, του φωτός, των βράχων, του γαλάζιου του νερού, αλλά και του λευκού των σπιτιών ή των μαρμάρων (= γαλανόλευκη). Διότι και τα αρχιτεκτονήματα, αν και προϊόντα του πολιτισμού, θεωρήθηκαν εν ευρεία εννοία τμήμα του τοπίου.
Τα δύο αυτά στοιχεία αντανακλώνται με σαφήνεια στον απολογισμό που κάνει ο Ελύτης για τα «κατορθώματα» της νεωτεριστικής ποίησής του.
(...)Το Άξιον Εστί όμως γράφεται το 1959. Το 1964 παρουσιάζεται η μελοποίηση από τον Θεοδωράκη για να προξενήσει αμέσως τεράστια εντύπωση και σήμερα να θεωρείται πλέον τμήμα της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ως το πιο επιτυχημένο δείγμα συνάντησης της υψηλής ποίησης με τη λαϊκή κουλτούρα - κάτι σαν δεύτερος εθνικός ύμνος.
Το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός που προκάλεσε στον Θεοδωράκη το ποίημα του Ελύτη είναι ευεξήγητο. Καταρχάς βέβαια συνδέεται με την κοινή τους μεγαλομανία και τη φιλοδοξία τους να αναδειχθούν προφήτες του ελληνισμού».
Τελειώνω με ένα απόσπασμα του κ. Λεοντή, όπως το παραθέτει στο βιβλίο του ο κ. Γαβριηλίδης:
«Το Άξιον Εστί διαχωρίζει την δικαιοσύνη από την εξουσία. Η φωνή της αγνότητας, δύναμη καλού που κραδαίνει τη δημιουργική δάδα της ποιητικής γλώσσας, παραμένει αθώα από την γνώση της δύναμης που ασκεί η ισχύς του καπνού. Δυνάμεις από τον Βορρά χρησιμοποιούν μια καταστροφική μορφή φωτιάς για να επεκτείνουν την άδικη κυριαρχία τους, ενώ ο ηλιόλουστος Νότος υπερασπίζεται τον εαυτό του με την ποίηση. Η ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο αυτές κοσμικές δυνάμεις, την φωτιά και τον ήλιο, την δύναμη και την δικαιοσύνη, το καλό και το κακό, τον Βορρά και τον Νότο, αγνοεί την προσδοκώμενη συμφιλίωση της αρχαίας τραγωδίας μεταξύ Δία και Προμηθέα, ενώ δίνει κυρίως ηθικό παρά πολιτικό ή κοινωνικό νόημα στο στοιχείο της φωτιάς. (...) Χωρίς να είναι πλέον ο μυθικός Τιτάνας που χρησιμοποίησε εκβιαστικά μέσα για να διεκδικήσει την εξουσία, ο ήρωας του ποιήματος στοιχηματίζει στην αρχή του Δικαίου. Στόχος του είναι να υπερασπιστεί έναν αυτόχθονα λαό, ο οποίος γυρεύει να ελευθερωθεί από τις ξενόφερτες δυνάμεις που θα τον εκτόπιζαν. Με τη δικαιοσύνη μεταφερμένη από την περιοχή της εξουσίας στην περιοχή της ορθότητας, ο εχθρός γίνεται μια ολότελα ολέθρια δύναμη, ενώ ο ήρωας γίνεται ένας άγιος».
Οφείλω να υπογραμμίσω, ότι:
Πρώτον
διαβάζοντας το απόψεις αυτές διαπιστώνει κανείς με πόση περιφρόνηση και μίσος αντιμετωπίζονται από ορισμένους γεγονότα, πρόσωπα και έργα που για μας τον «χύδην όχλο»
εκπροσωπούν αυτό που μάθαμε να θεωρούμε Ελλάδα και νεοελληνικό πολιτισμό.
Οι πάντες και τα πάντα λοιδωρούνται, σαρκάζονται, εκμηδενίζονται και κατεδαφίζονται.
Δεύτερον
είναι υπερβολικά μεγάλος για μια μικρή χώρα όπως η δική μας ο αριθμός των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι επί πλέον ισχυρίζονται ότι ανήκουν στο χώρο της λεγόμενης «ανανεωτικής αριστεράς» και
Τρίτο και κυριότερο,
τους έχει αγκαλιάσει η Εξουσία (κάθε είδους), ενώ ορισμένοι κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα σε καίριες θέσεις.
Ήδη σήμερα, μετά την προσπάθεια κατεδάφισης του πολιτισμού μας και της ιστορίας μας, έχουμε περάσει στο τελικό στάδιο της κοινωνικής και φυσικής εξουθένωσης του ελληνικού λαού και του ξεπουλήματος της εθνικής μας ακεραιότητας. Τυχεροί λοιπόν όσοι έφυγαν νωρίς, χωρίς να βιώσουν αυτή την απέραντη τραγωδία.
Εν τούτοις εμείς επιμένουμε ελληνικά, με τη βεβαιότητα ότι η Ρωμιοσύνη πράγματι δεν πεθαίνει, αφού ούτως ή άλλως ο Ρίτσος και ο Ελύτης είναι αθάνατοι και εξακολουθούν να μας οδηγούν. Ας τους έχουμε λοιπόν εμπιστοσύνη,
ας θεωρήσουμε τη σημερινή κατάσταση σαν ένα ακόμα εφιαλτικό όνειρο μέσα σ' όλα αυτά που ζήσαμε ως τώρα και ας προχωρήσουμε ακολουθώντας τα φτερά της Ποίησης.
Επιμένουμε λοιπόν να πιστεύουμε ότι ο πυρήνας του ελληνικού λαού παραμένει ανέγγιχτος και χλοερός μέσα από τις δοκιμασίες. Αυτό πιστεύουν όλοι οι αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας. Κι αυτό φυσικά πίστευε και ο Οδυσσέας Ελύτης, όταν μου εμπιστεύθηκε το «Άξιον Εστί» μαζί με την επιθυμία του να γίνει ένα Λαϊκό Ορατόριο ή καλλίτερα μια Λαϊκή Λειτουργία που να ακούγεται από τους απλούς ανθρώπους σε μεγάλους υπαίθριους χώρους.
Για να το θέλει αυτό, σημαίνει ότι θεωρούσε τον Λαό μας «ακόμα χλοερό μες στη φωτιά και Έγινε.». Αυτό το αινιγματικό «έγινε» παραπέμπει σε έναν άλλο του στίχο «ο πολλούς αιώνες πριν και ακόμα χλωρός». Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στα ζωντανά πτώματα και στις αθάνατες πνευματικές μας αξίες.
Προσεχτικός ο Ελύτης, κρύφτηκε πίσω από τη σιωπή του. Σοφός! Σοφότερος από άλλους όπως εγώ, που χωρίς προφύλαξη -αλλά και με πόση αγαλλίαση- όρμησα και εξακολουθώ να εφορμώ στο στόμα του λύκου. Μήπως όμως γλίτωσε το δηλητήριο;
Να που κι αυτός κι ο Γιάννης Ρίτσος κι ο Σβορώνος
και η αφεντιά μου ανακηρυχτήκαμε από την μάφια των εθνομηδενιστών «νεκρόφιλοι» και το έργο μας μπήκε σε ουσιαστική καραντίνα, ιδιαίτερα σε σχέση με την πρόσφατη απήχηση που είχε μέσα στον ελληνικό λαό. Πράγμα που δείχνει τις υπόγειες διασυνδέσεις των εθνομηδενιστών με τον αφ' υψηλού έλεγχο της πνευματικής και πολιτιστικής μας ζωής.
Ζούμε προφανώς την εποχή κατά την οποία δοξάζονται οι Σκιές. Πόσο αλήθεια, απελπιστικό σκοτάδι θα πρέπει να έχει σκεπάσει σήμερα αυτήν την ηλιόλουστη χώρα, ώστε να μην μπορεί κανείς να φωνάξει στο φως της μέρας, όπως έκανε ο Ελύτης, «Αυτός αλήθεια που ήμουνα, ο πολλούς αιώνες πριν. Ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά». Προσθέτοντας «Κάτι δύσκολο και κάτι υψηλό: ο Όλυμπος, ο Ταϋγετος. Κάτι που να σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις» εκφράζοντας χωρίς φόβο την ελληνολατρεία του. και συνεχίζει περιγράφοντας το κάλλος της ελληνικής φύσης: «Κρήνες λευκές, μαρμάρινες - μύλους ανέμων - τρούλους ρόδινους μικρούς - και ψηλούς διάτρητους περιστερώνες - Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες». «Η Ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις - και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε φλόρους κρόκους, καμπανούλες όλων των ειδών της γης τ' αστέρια τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής και υπεροχή και δύναμη. Αυτή ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!».
Τότε, πριν 60 περίπου χρόνια, πάτησε το πόδι του ο προ-τελευταίος δίποδος πριν τον πρόσφατο τρίποδο στο «Οικόπεδο με τις τσουκνίδες».
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι.
(...) Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στον Λευτέρη.
(...) Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, (...) τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
(...) Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
Και από τότε που έλιωσε ο τελευταίος νεκρός στον Εμφύλιο Πόλεμο έως σήμερα, όπως λέει ο Ποιητής:
Mόνος κυβέρνησα* τη θλίψη μου
Mόνος αποίκησα *
τον εγκαταλειμμένο Mάιο
Mόνος εκόλπωσα * τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό *
με τις αλκυονίδες
Tάισα τα λουλούδια κίτρινο * βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά * με κόκκινο!
Eίπα: δε θά 'ναι η μαχαιριά * βαθύτερη από την κραυγή
Kαι είπα: δε θά 'ναι το Άδικο * τιμιότερο απ' το αίμα!
Tο χέρι των σεισμών *
το χέρι των λιμών
Tο χέρι των εχτρών *
το χέρι των δικών
Mου, εφρένιασαν εχάλασαν * ερήμαξαν αφάνισαν
Mία και δύο *
και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα * στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα * σαν κάστρο μόνος
Tο μήνυμα που σήκωνα *
τ' άντεξα μόνος!
Κι οι άλλοι - μας το είπε κι αυτό ο Ελύτης
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Ήτανε φθινόπωρο του 1960 και όπως πάντα μαζί με τον Μάνο, γύρω στο μεσημέρι, πίναμε τον καφέ μας στο όρθιο του Λουμίδη, στην Βουκουρεστίου.
Ξαφνικά έγινε λάμψη και μπήκε ανάμεσά μας κι ακούστηκε μια βοή που πολύ αργότερα έμελλε να καταλάβουμε το νόημά της και μαζί μας ο Λαός, ο ελληνικός, όταν πια θα ήταν αργά και θα είναι για πάντα αργά, γιατί τίποτα δεν θα μπορεί να είναι πια όπως πριν:
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Κι ήταν ακριβώς εφτά χρόνια πριν από τη δικτατορία, τότε που ο αέρας άρχισε να λύνει τα στοιχεία και η βροντή να προσβάλλει τα βουνά και έτσι ακολούθησε τη Μοίρα των αθώων που ήταν και η δική του Μοίρα. Είπε πάντως καθαρά στον ζαλισμένο λαό πριν πέσει η μεγάλη Νύχτα: «Ετούτο μόνο να ξέρεις: ό,τι δώσεις μες στην αστραπή - καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει». Κι όσοι τον πιστέψαμε -γελαστήκαμε και τον πιστέψαμε- μείναμε μόνοι εμείς και οι οιμωγές των αθώων που ελπίζαμε ότι θα γεννούσαν μια καινούρια μέρα.
Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα να ξαναφωνάζουμε χωρίς να μας ακούνε
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
..........
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια *
της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να * και στη θάλασσα μόνη της!
.......
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό *
τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ * με φοβέρες και μ' αίματα!
Και από τότε έως σήμερα
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Και τώρα μας ήρθαν καινούριοι ξένοι τρίποδοι
«Ωμοφάγοι και άξεστοι - Σιτόφοβοι και πελιδνοί»
Και τότε όπως ο Ποιητής
Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * Καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
Αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Σας ευχαριστώ.